φορητούς

φορητούς
φορητός
borne
masc acc pl
φορητός
borne
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • φθόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο …   Dictionary of Greek

  • Αντρέα ντελ Σάρτο — (Andrea del Sarto, Φλωρεντία 1486 – 1531). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Πιέτρο ντι Κόζιμο, φίλος και συνεργάτης του Τζιάκομο Σανσοβίνο, αλλά επηρεάστηκε κυρίως από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Μιχαήλ Άγγελο. Κομψός σχεδιαστής, τόσο που ο …   Dictionary of Greek

  • Βεντούρας, Σπυρίδων — (Λευκάδα 1761 – 1835). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της επτανησιακής ζωγραφικής σχολής του 18ου αι. Τη σχολή αυτή είχε ιδρύσει ο Παναγιώτης Δοξαράς, ο οποίος πραγματοποίησε τη μεταστροφή από την παράδοση της… …   Dictionary of Greek

  • Γκιρλαντάιο, Ντομένικο Μπιγκόρντι — (Domenico Bigordi Ghirlandaio, Φλωρεντία 1449 – 1494). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής του Μπαλντοβινέτι. Απαθανάτισε τα πρόσωπα και τη ζωή της Φλωρεντίας του καιρού του. Η τέχνη του, προχωρημένη πέρα από τον αναπαραστατικό προβληματισμό των… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • Ταμάγιο, Ρουφίνο — (Tamayo, Οαχάκα 1899). Μεξικανός ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε (από το 1917) στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών. Γρήγορα εγκατέλειψε το ακαδημαϊκό ύφος για να εμπνευστεί, όπως οι Ριβέρα, Ορόθκο και Σικουέιρος, από τη λαϊκή τέχνη. Επηρεασμένη από τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”